- στεροπή
- στεροπή (ἀστεροπή, ἀστράπτω): lightning; then the gleam, sheen of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
στεροπῇ — στεροπή flash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπή — flash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τεγέας Κηφέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής της έδωσε τον πλόκαμο της Μέδουσας που του είχε χαρίσει η Αθηνά. Οι Τεγεάτες, κάθε φορά που εχθροί πολιορκούσαν τα τείχη της πόλης, περιέφεραν τον… … Dictionary of Greek
Στερόπη — Στερόπης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερόπη — στερόπης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στερόπῃ — Στερόπης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερόπῃ — στερόπης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπῆι — στεροπῇ , στεροπή flash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стеропа — (Στερόπή), или Астеропа: 1) дочь Атланта и Плеоны, супруга (или, от Ареса, мать) Эномая, одна из плеяд. Изображение С. существовало на фронтоне Олимпийского храма Зевса; 2) дочь тегейского царя Кефея. Когда Геракл отправился походом на Спарту,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
στεροπαῖς — στεροπή flash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπαῖσι — στεροπή flash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)